ὑποβρύχιον

ὑποβρύχιον
ὑποβρύχιος
under water
masc acc sg
ὑποβρύχιος
under water
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμψάω — Α 1. συμμαζεύω, τακτοποιώ 2. εξαλείφω 3. (για ποταμό) παρασύρω («ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων», Ηρόδ.) 4. συλλαμβάνω 5. παθ. συμψάομαι μτφ. εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ψάω «διαλύομαι, διαχέομαι, εξαφανίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • υποβρύχιος — α, ο / ὑποβρύχιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος και ιων. τ. ίη, Α αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από την επιφάνεια τού νερού, κυρίως στη θάλασσα (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», Ηρόδ. γ. «τὴν δ ἄνεμος καὶ κῡμα… …   Dictionary of Greek

  • ՋՐՄԽԵՄ — (եցի.) NBH 2 0679 Chronological Sequence: Early classical ն. ὐποβρυχίον ποιέω submergo περιαντλέω circumfundo, obundo, abruo. Մխել ʼի ջուր, ընկղմել. ընկլուզանել. *Ոչ զիջեալսն ʼի ջուր, այլ զնոսա՝ որ ʼի վերն նստիցին, եւ՛ս չար քան զնոսա՝ որ ընդ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”